- ισωνία
- ἰσωνία, ἡ (Α)αρχική τιμή, τιμή κόστους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -ωνία (< ὤνιος < ὠνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερ-ωνία, παν-ωνία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσωνία — ἰσωνίᾱ , ἰσωνία the same price fem nom/voc/acc dual ἰσωνίᾱ , ἰσωνία the same price fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσωνίας — ἰσωνίᾱς , ἰσωνία the same price fem acc pl ἰσωνίᾱς , ἰσωνία the same price fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek